- καταψηφίζω
- καταψήφισα, καταψηφίστηκα, καταψηφισμένος, ψηφίζω εναντίον κάποιου: Τον καταψήφισε στις εκλογές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καταψηφίζω — καταψηφίζω, καταψήφισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καταψηφίζω — (AM καταψηφίζομαι, Μ και καταψηφίζω) δίνω αρνητική ψήφο σε κάποιον, ψηφίζω εναντίον κάποιου («η βουλή καταψήφισε το νομοσχέδιο») μσν. παθ. καταψηφίζομαι υπολογίζομαι, καταμετρούμαι μσν. αρχ. καταλήγω σε απόφαση, αποφασίζω («ἡ κρίσις ἡ δικαία τοῡ… … Dictionary of Greek
αντιχειροτονώ — ἀντιχειροτονῶ ( έω) (Α) ψηφίζω εναντίον πρότασης, καταψηφίζω … Dictionary of Greek
αντιψηφίζομαι — ἀντιψηφίζομαι (Α) καταψηφίζω … Dictionary of Greek
αποχειροτονώ — άω κ. έω (Α ἀποχειροτονῶ, έω) απομακρύνω, αφαιρώ από κάποιον το αξίωμα που κατείχε, τον καθαιρώ αρχ. 1. με χειροτονία, δηλ. με ανάταση του χεριού, απορρίπτω, καταψηφίζω 2. απομακρύνω την κατηγορία από κάποιον, αθωώνω 3. απορρίπτω κάποιον ή κάτι… … Dictionary of Greek
καταψήφιση — η (Α καταψήφισις) [καταψηφίζω] αποδοκιμασία με ψήφο, αρνητική ψήφος, απόρριψη αρχ. καταδίκη … Dictionary of Greek
καταψήφισμα — καταψήφισμα, τὸ (Α) [καταψηφίζω] καταδικαστική απόφαση με ψηφοφορία … Dictionary of Greek
καταψηφισμός — ο (Α καταψηφισμός) [καταψηφίζω] καταψήφιση … Dictionary of Greek
μαυρίζω — (Μ μαυρίζω) [μαύρος] 1. καθιστώ κάτι μαύρο, προσδίδω σε κάτι μαύρο χρώμα («σέ μαύρισε για τα καλά ο ήλιος») 2. φαίνομαι μαύρος («μαυρίζει σαν κόρακας») 3. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) μαυρισμένος, η, ο(ν) θλιβερός, λυπημένος («Ω μαυρισμένη μου ψυχή … Dictionary of Greek
μπαλοτάρω — (Μ) 1. ψηφίζω 2. καταψηφίζω, αποκλείω κάποιον από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. balotar ή ιταλ. ballotare] … Dictionary of Greek